εξήλθον

формы словаβ
εξήλθον
αόρ. от εξέρχομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εξήλθον? —


ιουδαϊκόςβενζινοκινητήραςοδύνηαυτοθέλητοςφουλάρικυμάτισμααρχαιοσολίαβρωμούσαατζέμ-πιλάφιαναισχύντωςσκληροσύνηαγγελιοδοσίακοιμώλόξευσηξεκούτιασμαανεμόμετροατσάλωσηξεκουτιαίνωπροσεύχομαιαποκαθαρτήραςτέταρτο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit