|
αόρ. от εξέρχομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξήλθον? — — ιουδαϊκός — βενζινοκινητήρας — οδύνη — αυτοθέλητος — φουλάρι — κυμάτισμα — αρχαιοσολία — βρωμούσα — ατζέμ-πιλάφι — αναισχύντως — σκληροσύνη — αγγελιοδοσία — κοιμώ — λόξευση — ξεκούτιασμα — ανεμόμετρο — ατσάλωση — ξεκουτιαίνω — προσεύχομαι — αποκαθαρτήρας — τέταρτο |
|||