Новогреческий словарь


σταφιδόκαρπος

σταφιδόκαρπ|ος
ο изюм;
          έγινε ~ στό μεθύσι — [phrase]он набрался, наклюкался, напился вдрызг[/phrase]


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово изюм? — σταφιδόκαρπος
как с (ново)греческого переводится слово σταφιδόκαρπος? — изюм


#(ново)греческий словарьεξανεμώθεώρημαδεκατετράκιςδιαρκώνάφθηφυλετισμόςλαήνασυγκατάταξηζωολάτρηςαυτοχρωμικόςαφορμῶμαινεφελοσκεπήςαποκατασταίνωτετράπουςτραγισμόςμυαλωμένοςπαραθετικόςσυναρτησιακόςάφλεβοςδιαφορετικόςοζοκηρίτης


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω







переводы с персидского языка, литовский словарь, шведско-русский словарь, сборка мебели в Москве