κοινονευτικος

формы словаβ
κοινονευτικος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κοινονευτικος? —


περιφέρειααδίωκτοςφαγάνααγριοσίταρομιλτώδηςψαροκάλαμοευγονικήξεροτηγανίδιστραβολαγκάδαζωντανότητακυμαίνομαιευμετάβολοανατρεπόμενοςγυναικίζωπολιτικόςματοκύλισματοιχόχαρτοσπλήνμαυρίζωπεριπέτειαδιαπόντιος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit