|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοινονευτικος? — — περιφέρεια — αδίωκτος — φαγάνα — αγριοσίταρο — μιλτώδης — ψαροκάλαμο — ευγονική — ξεροτηγανίδι — στραβολαγκάδα — ζωντανότητα — κυμαίνομαι — ευμετάβολο — ανατρεπόμενος — γυναικίζω — πολιτικός — ματοκύλισμα — τοιχόχαρτο — σπλήν — μαυρίζω — περιπέτεια — διαπόντιος |
|||