|
η прям., перен. капля, капелька; ~ από τό φώς — [phrase]немного света[/phrase]; οι ~ές από τό φώς πέφτουν ολοένα — [phrase]свет струится[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово капля? — σταξιά как на (ново)греческом будет слово капелька? — σταξιά как с (ново)греческого переводится слово σταξιά? — капля, капелька — πανσλαβιστής — ενδιαφέρομαι — καναρινάκι — ακαλοκάρδιστος — αγροικιστά — ελεφαντιώ — σεμιγδαλένιος — αλκαλιώ — συγκαλύπτω — μπιστεριά — ταχυκίνητος — βουτυρομηχανή — Βενετσιάνος — διεβλήθην — χαβαρικό — εναλλακτήρας — ανακαινισμένος — αυτονυκτί — κουτόφραγκος — χοντρός — προκαλώ |
|||