|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πτωχεία? — — καλαίσθητος — φτωχομάνα — επικρεμώ — λαλώ — αυτοδυναμία — εγρηγόρηση — απερίσκεπτος — αποκοσκινάω — αγέραστος — μοσχοπουλώ — δισεκατομμυριούχα — φραγκοράφτρα — αρτιθανής — κεραμώ — αλυσοπρίονο — ψαραγορά — χρυσοκαρακάξα — ευσαρκία — δεμάτιασμα — χαμοβλέπω — Πάνας |
|||