Новогреческий словарь
άμπωτις
άμπωτις
(-ιδος) η (морской)
отлив
;
~ καί παλίρροια — прилив и отлив
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отлив
? —
άμπωτις
как с
(ново)греческого
переводится слово
άμπωτις
? — отлив
#
(ново)греческий словарь
—
μοιρογνωμόνιο
—
κόκκοτας
—
καθετηριασμός
—
συνάχι
—
αναθρεπτήριον
—
ελαφοειδή
—
υδροφορείο
—
δύσχρηστος
—
πελάτις
—
γερντάνι
—
γάστρι
—
απερήμωση
—
στανταρτοποίηση
—
κοκαΐνη
—
ξεράβω
—
περισώζομαι
—
καλόβουλος
—
διατριβογράφος
—
κέκτημαι
—
εκκλησίδιο
—
καυχησιολογιέμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве