ξυρός

формы словаβ
ξυρός
ο :
          επί ~ού ακμής — в критическом состоянии; на краю гибели; (ступать) по острию ножа



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ξυρός? —


ετερονομίααποζημιωτέοςυφύγρωσηαπαντητικόςαισθητότηςκοντοχωρίτηςκρυψίνοιααντιζυγίζωοκτωβριανόςβραδυκίνητοςλησμονούμαιθερμοκήπιοχωριστικόςδιαδοχικόςαμονογράφητοςγήλιοςμισουρανήςΣταμάτιοςελαφροποινίτηςιχνηλασίαμικρεμπόριο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit