|
ο : επί ~ού ακμής — в критическом состоянии; на краю гибели; (ступать) по острию ножа #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξυρός? — — ετερονομία — αποζημιωτέος — υφύγρωση — απαντητικός — αισθητότης — κοντοχωρίτης — κρυψίνοια — αντιζυγίζω — οκτωβριανός — βραδυκίνητος — λησμονούμαι — θερμοκήπιο — χωριστικός — διαδοχικός — αμονογράφητος — γήλιος — μισουρανής — Σταμάτιος — ελαφροποινίτης — ιχνηλασία — μικρεμπόριο |
|||