Новогреческий словарь
διαρρήκτης
διαρρήκτης
ο
взломщик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
взломщик
? —
διαρρήκτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαρρήκτης
? — взломщик
#
(ново)греческий словарь
—
αλιόφως
—
δικαιολόγημα
—
τελωνοφυλακή
—
ροφητός
—
σταχομαζώχτρα
—
τοκομερίδιο
—
ανεπίγνωστος
—
φαγί
—
πρωθιεράρχης
—
αποδιαλέγω
—
χολερόβλητος
—
επισταθμία
—
στουπόχορτο
—
ριμάρω
—
μπίλια
—
εκπρόθεσμα
—
εικονολατρία
—
Ρουμάνα
—
μαγιάτικος
—
οψοφυλάκιο
—
απροσμάχητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве