|
(αόρ. αμνήστευσα) юр. амнистировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово амнистировать? — αμνηστεύω как с (ново)греческого переводится слово αμνηστεύω? — амнистировать — γρίφος — ψήφος — λαντουρίζω — σωματεμπορία — απόπνοια — σόγια — φακωτός — αμβλύνω — αφεντικό — έκαψα — υποβαστακτικός — ελμινθοβότανον — καμπυλόγραμμος — μεταλλωρύχος — χουμικός — αδόλωτος — ζωγραφίζομαι — σωληνώνω — τελματώνομαι — επιβίβαση — φελόνι |
|||