|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τζιγεροσαρμάς? — — ζύθος — ματά — εντομοαπωθητικός — τριχοφυΐα — ινδολογία — αλέρωτος — απορρυθμίζω — μακρός — κληματίδα — βλεφαριδοφόρος — αθωώνω — λόγω — χαλιναρώνω — αναρχιστικός — ζαναέτης — μοιροκρατία — μόρα — φυρονεριά — καστροφύλακας — παιδολόι — ξυλοκαστέλλιο |
|||