Новогреческий словарь
λιθολόγος
λιθολόγ|ος
ο, η
петрограф
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
петрограф
? —
λιθολόγος
как с
(ново)греческого
переводится слово
λιθολόγος
? — петрограф
#
(ново)греческий словарь
—
σφιχτο-
—
πρακτικογράφος
—
επανειλημμένος
—
μάζω
—
όν
—
εκφώνηση
—
χαχανητό
—
ετερόχθων
—
μαθητεύομαι
—
γεραλέος
—
θανατηφόρα
—
παραξόνιον
—
φραγκοκάρδαμο
—
εκείμην
—
έγκαυμα
—
γαζέλλα
—
χασάπικος
—
συγκριτικός
—
ακατοίκητος
—
αστροβόλημα
—
ενδεκαπλάσιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве