Новогреческий словарь
ημικρανία
ημικρανία
η
мигрень
;
πάσχω από ~ — страдать мигренью
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мигрень
? —
ημικρανία
как с
(ново)греческого
переводится слово
ημικρανία
? — мигрень
#
(ново)греческий словарь
—
δίποδος
—
ίντερνετ
—
συγκλίνουσα
—
εχιδνοειδής
—
ριγανάτο
—
αναδημιουργώ
—
ορμονικός
—
ντουμπλές
—
καψάθρα
—
ευκρίνεια
—
αναληθής
—
ενουρώ
—
βγάζω
—
παραξήγηση
—
γαλλοπούλα
—
εμπειρία
—
ελαφρυντικό
—
άρρην
—
χοηφόρος
—
μοιραστνκός
—
εκφωνημένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве