|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βλεφαρίζω? — — κομμάτιασμα — πατατόπιτα — πολύεδρος — ζυθοζύμη — συμπαραστάτρια — νεωτερικός — μαλάκυνση — εμφύσηση — διώρυγα — κρυσταλλογόνος — εκπιέζω — υέτιος — ντροπιάζω — μπαινοβγαίνω — βρομογούρουνο — ρόλος — ανάλογος — καραβινιέρος — διάτρητος — αδελφοξάδελφα — προσαύξημα |
|||