|
αόρ. от ζευγνύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έζευξα? — — φυτολόγος — στενόψυχος — καθιζάνω — οξυμετρία — μακρόθεν — ολάσπρος — πραΰνω — στραγγώ — ουδαμώς — φανταρίστικος — νάπη — χρυσοθήρας — αυταρχικά — ταραντέλλα — δίαρση — απρόλογος — ειδοποιητήριος — ασύλληπτος — σχισματιά — αμουνούχιστος — ποικιλία |
|||