έζευξα

формы словаβ
έζευξα
αόρ. от ζευγνύω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово έζευξα? —


φυτολόγοςστενόψυχοςκαθιζάνωοξυμετρίαμακρόθενολάσπροςπραΰνωστραγγώουδαμώςφανταρίστικοςνάπηχρυσοθήραςαυταρχικάταραντέλλαδίαρσηαπρόλογοςειδοποιητήριοςασύλληπτοςσχισματιάαμουνούχιστοςποικιλία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit