Новогреческий словарь
ξετρελλαίνομαι
ξετρελλαίνομαι
сходить с ума; быть без ума
;
είναι ξετρελλαμένος μέ τό θέατρο — [phrase]он помешан на театре[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сходить с ума
? —
ξετρελλαίνομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
быть без ума
? —
ξετρελλαίνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξετρελλαίνομαι
? — сходить с ума, быть без ума
#
(ново)греческий словарь
—
σταφυλικός
—
αιωνόβιος
—
επανθώ
—
γοργοκίνημα
—
μακροθυμώ
—
εξωσχολικός
—
άγγιχτα
—
ψωμοπάτης
—
λαμπρύνω
—
πλοκή
—
τσαχπινογαργαλιάρης
—
λουλουδικό
—
εγωϊστής
—
ναυτογράφος
—
εντελώς
—
αντιστικτική
—
μουσικοκριτική
—
κακόθυμος
—
ταριχευμένος
—
απαρεξήγητος
—
απόκτημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве