|
η мед. 1) радиотерапия; 2) рентгенотерапия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово радиотерапия? — ραδιοθεραπεία как на (ново)греческом будет слово рентгенотерапия? — ραδιοθεραπεία как с (ново)греческого переводится слово ραδιοθεραπεία? — радиотерапия, рентгенотерапия — ευκατονόητος — υδρόρροια — πύρρουλας — επιβραδυντικός — αγριοθωρώ — ηβιφρενία — αντινομισμός — πανσπερμία — φιλοπρόοδος — πίκρα — ουδός — κόλλα — δονησιθεραπεία — δίκροκος — τάνκερ — λιθοκέραμος — έμορφος — εξύμνηση — πέννα — μούρη — αμμωνιακό |
|||