|
1) безрукий; 2) без ручки (о сосуде) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безрукий? — κουτσοχέρης как на (ново)греческом будет слово без ручки? — κουτσοχέρης как с (ново)греческого переводится слово κουτσοχέρης? — безрукий, без ручки — οίκηση — γκριζομάλλης — αψιδώ — σουρομαδιέμαι — βρωμόγερος — ηχοβόλιση — ξαμολλάω — τυμπανιαίος — συγκάτοχος — διαρμίζομαι — οπλοφορώ — γούπατος — σφάλισμα — σημειωτέος — πυοδερμίτις — φαλκίδευση — τρίποδος — ασημογόμαρο — αρλούμπα — τεζάρισμα — βενζινοπώλισσα |
|||