Новогреческий словарь
εκκεντροφόρος
εκκεντροφόρος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκκεντροφόρος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τέσσεροι
—
βρωμησιά
—
αεργία
—
μικροπολιτική
—
παραγκωνίζω
—
βοτυλίασις
—
απογερνώ
—
φραγκοράφτρα
—
ενάντιος
—
πενήντα
—
λάκκωμα
—
χρειώδης
—
αποφούρνισμα
—
αλεπτούργητος
—
αυτόνομον
—
κάθου
—
κασιδού
—
ρουχικό
—
προπλαστίδιο
—
περιουσιακός
—
πυρπόληση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве