|
: τά ~α (αιμοσφαίρια) — мед. эозинфилы #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ηωσινόφιλος? — — φωνομετρία — αργολόημα — άχ — σιταγωγός — λογαριθμικός — συμμάζεμα — μπαγκαδόρος — χαροκαμμένος — αρραβώνα — αναλίσκω — πάραβλητός — αγγάρευμα — ταπετσάρισμα — προμηθευτικός — παφλάζων — διαχώρισμα — αμπαλλάρω — χάρά — αυτοκυβερνησία — διώκτης — ερεθίζομαι |
|||