|
το пирожное (один из сортов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пирожное? — κανταΐφι как с (ново)греческого переводится слово κανταΐφι? — пирожное — ευπρόσδεκτος — τσάμικος — ελληνορράπτης — στέρεος — ασπροκιτρινίζω — ανεπίδεχτος — ελαιογραφώ — ξεδιάλεγμα — εφοδιοπομπή — δεκστετραπλάσιος — τρίκροτος — διασπείρω — λογοκόπημα — χρυσίζω — εμπεριεκτικός — παραπληξία — ξυλιασμένος — καλάθι — αβιομηχάνητος — ξεμεσημεριάζομαι — γλεντολογάω |
|||