|
надрываться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово надрываться? — κουτσομεσιάζομαι как с (ново)греческого переводится слово κουτσομεσιάζομαι? — надрываться — χορδιστής — επαναδίπλωση — παντούφλα — υψηλόφρων — λεπίδι — τεϊοπότις — ακάρπωτος — κονιδάρης — αυτοπαρατήρηση — απείραστος — αργοθάνατος — μοτίβο — μεταμοντερνισμός — οδοντόπονος — υποτονικός — ασβεστοποίηση — τρυπώνω — ναυαρχικός — στρύμωγμα — λιβαδερό — ξύπνο |
|||