|
το бот. ориган, душица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ориган? — ορίγανον как на (ново)греческом будет слово душица? — ορίγανον как с (ново)греческого переводится слово ορίγανον? — ориган, душица — εμπαιστός — φιλειρηνικός — ψηλάφισμα — στίμμι — μυρτέλαιον — κατοχυρωτικός — αστρογγύλευτος — ρημαγμένος — ορμέμφυτα — αισχρολόγία — σκατομαλάκας — υπαναχώρηση — τσατσάρα — τελματώδης — επιναθέτω — διεξαγωγή — εμβάπτιση — μαγευτής — χρησιμοθήρας — χιονοπέδιλο — πρόσβαρος |
|||