|
неподтверждённый, непроверенный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неподтверждённый? — αβεβαίωτος как на (ново)греческом будет слово непроверенный? — αβεβαίωτος как с (ново)греческого переводится слово αβεβαίωτος? — неподтверждённый, непроверенный — ασθενοφόρος — απρόφερτος — πρόεδρος — ιστιοδέτης — ομοιοπάθεια — ενδεχόμενος — περιγελαστής — Αυστριακός — τσιγκούνικος — έκβραση — ματαιόσχολος — κυνήγημα — καραϊβικός — υποδιαιρώ — ανάλεστος — αντικαθιστώ — αλεξίφλογο — χοντροκεφαλιά — συζητητής — πακετάρω — ακεραιότητα |
|||