|
живущий среди колючих растений (о животных, птицах, насекомых) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово живущий среди колючих растений? — ακανθόριος как с (ново)греческого переводится слово ακανθόριος? — живущий среди колючих растений — δημοτικός — σαλτάρω — συσσιτώ — εξωκοινοβουλευτικές — ομογενοποιούμαι — κλαασικισμός — αναφωνητό — αριστοτέχνημα — επικυρώνω — μαξιλλάρι — ξιδερός — απροσκύνητος — γιγαντομαχώ — προσδέχομαι — δίφωνος — επιθηλιακός — συναγερμός — ανοιξιάτικα — φυρονεριά — κάμπτομαι — λευκωματοειδής |
|||