|
вступать в брак вторично #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вступать в брак вторично? — δευτεροπαντρεύομαι как с (ново)греческого переводится слово δευτεροπαντρεύομαι? — вступать в брак вторично — χιλιομετρώ — δολερός — αδέψητος — προτελευτώ — υποψία — τρομαγμένος — στημόνι — ευχέλαιο — Βερολινέζος — καντιλοσβήστρα — σκύλευση — ανατάραξη — αυξησιμετρία — Ερατώ — φυλάχτρα — εξαρτύω — λασπάς — υφαντής — χάσικος — φιλέρημος — χελώνια |
|||