Новогреческий словарь
εμοί
εμοί
δοτ. от εγώ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμοί
? —
#
(ново)греческий словарь
—
Ιταλίδα
—
σός
—
ακολάκευτος
—
ραγισμένος
—
ειδησεογράφος
—
σάμπως
—
ανακατώνομαι
—
σπλαχνικούλα
—
χρωμοφάν
—
ληνός
—
καύκαλο
—
λέμφος
—
δεκαοκτάκις
—
ρόταρυ
—
φραγγέλιο
—
ξενοκρατούμενος
—
στέργω
—
εικοσάρικο
—
αξιοζήλευτος
—
έδρανον
—
επιδερμίδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,