Новогреческий словарь
πυρκαγιά
πυρκαγιά
η
пожар
;
εξερράγη ~ — вспыхнул пожар
;
σβήνω τήν ~ — потушить пожар
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пожар
? —
πυρκαγιά
как с
(ново)греческого
переводится слово
πυρκαγιά
? — пожар
#
(ново)греческий словарь
—
λέρωμα
—
πνευμάτωση
—
επινώτιον
—
βουρτσίζω
—
εισηγητικός
—
ωριμάζω
—
αεροστεγώς
—
χόντρεμα
—
άσπιτος
—
γυαλικά
—
ενοποιώ
—
ακοστάριστος
—
ὁπτῶ
—
ενοίκησις
—
λευκωματώδης
—
ζεστασιά
—
μονοπέταλος
—
δεκτικός
—
αποστακτήριο
—
γκρινιάρικος
—
τολμώμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве