Новогреческий словарь
πληρεξουσιοδοτώ
πληρεξουσιοδοτώ
уполномочивать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
уполномочивать
? —
πληρεξουσιοδοτώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
πληρεξουσιοδοτώ
? — уполномочивать
#
(ново)греческий словарь
—
φλεβοτόμος
—
κουνίστρα
—
βρώμα
—
πρόκομμα
—
νομοθέτηση
—
ανασασμός
—
λαμπίζω
—
θειαφότοπος
—
κλειστοφοβικός
—
εξεταστήριο
—
αρνησιδικία
—
πλοηγός
—
λινοσέντονο
—
αγγαρεύω
—
επιχαλικώνω
—
χειρότερα
—
τρυποκάρυδο
—
πείσος
—
θλιμμένα
—
εισηγούμαι
—
αψίδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве