|
η стенографирование #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стенографирование? — στενογράφηση как с (ново)греческого переводится слово στενογράφηση? — стенографирование — διαγωνισμός — κατασπαράζω — αυτοσχεδιάστρια — οντότητα — ξεκουβαριάζω — καμουτσί — δικαίωση — παπαδομάνι — στυπώνω — σαγονού — καλλιτέχνης — πανηλίθιος — απιστομίζω — βαρύτητα — υποσκήνιο — εξίτηλος — ξεπαρμένος — εξυδάτωσις — διατακτικός — περιαυχένιο — σεμνοτυφία |
|||