|
η власть; πατρική ~ — отцовская власть; κρατική ~ — государственная власть; νομοθετική (εκτελεστική) - — законодательная (исполнительная) власть; τά όργανα τής ~ας — органы власти; κατάχρηση ~ας — злоупотребление властью; η άνοδος (или ο ερχομός) στην ~ — приход к власти; η κατάληψις της ~ ας — захват власти; κατέχω τήν ~ — стоять у власти; δίδω τήν ~ σέ κάποιον — давать власть (__кому-л.__) ; έχω τήν ~ νά κάνω κάτι — иметь право (по закону) делать что-л.; δέν είναι στην ~ μου — [phrase]это не в моей власти[/phrase]; κάτω από τήν ~ ... — под властью когο-чего-л. #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово власть? — εξουσία как с (ново)греческого переводится слово εξουσία? — власть — καπατσοσύνη — τζαμτζής — διπλοκάμπανο — ωσμόμετρο — ευστοχώ — ορκοδοτώ — γκαρσόν — ανάερα — οφθαλμολογικός — ανανεάζω — πασιφισμός — παλαβός — σκάφη — ζουριάζω — κειρία — χωρονομικός — μακρόλαιμος — θαλασσόλουστος — καδί — εδραίος — καλοκάρδισμα |
|||