Новогреческий словарь
ασκανδάλιστον
ασκανδάλιστον
το :
διά τό ασκανδάλιστον — а) во избежание скандала; б) во избежание подозрений
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασκανδάλιστον
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ίκαρος
—
μερισματούχος
—
οριζόντιος
—
δημευτής
—
καταδικασθείς
—
αλατοστάθμιον
—
καρούλι
—
αποστείρωση
—
θωρακίζομαι
—
δίριχτος
—
κρωγμός
—
ωμά
—
οπαδός
—
σιγαλιά
—
ξελασπώνομαι
—
αντιπληθωρισμός
—
σκασμός
—
λεμονιά
—
τσεκάρω
—
ανθογυάλι
—
εγγυητικό
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве