|
уст. жидкий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жидкий? — ρυτός как с (ново)греческого переводится слово ρυτός? — жидкий — ασπροπόδαρος — καταχαρούμενος — δούλος — γόμφος — λαξ — φρίσσω — ψευδοδάφνη — γητεύω — καταδεικτικός — αβόλετος — κονταρόξυλο — υπερτονικός — ξινίζω — αντεπαναστάτρια — θεράπων — αναστέλλουσα — βεργόλιγνος — τριτοτόκος — μπουρμπουάρ — θηρευτικός — ουρητικός |
|||