Новогреческий словарь
σκιάζω
σκιάζω
II (αόρ. έσκιαξα)
страшить, пугать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
страшить
? —
σκιάζω
как на
(ново)греческом
будет слово
пугать
? —
σκιάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκιάζω
? — страшить, пугать
#
(ново)греческий словарь
—
σπαθώδης
—
μοναχοθυγατέρα
—
τάβλα
—
γουρουνόμαλλο
—
απροσδόκητος
—
φακορυζόσουπα
—
γλειφομούνι
—
αργόβαδος
—
απομονωτικός
—
αχανές
—
διακύβευμα
—
λαγουδέρα
—
πάνδεινα
—
αποσταίνω
—
νυχτοκόπημα
—
διασταλτικό
—
εξαγόραση
—
πολλαπλασιαστής
—
υπερώνυμο
—
βομβακοειδής
—
κατουρλού
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве