Новогреческий словарь
τρίοδος
τρίοδ|ος
η
перекрёсток
;
===
φήμες τών τριάδων — сплетни, слухи
;
άνθρωπος τών τριόδων — пошляк
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
перекрёсток
? —
τρίοδος
как с
(ново)греческого
переводится слово
τρίοδος
? — перекрёсток
#
(ново)греческий словарь
—
ραμφόμορφος
—
νερολεκές
—
σκιοφιλία
—
συχνοβλέπω
—
αρκουδιάρικος
—
γκάρισμα
—
χύλωση
—
χοντρός
—
φαλάκρωμα
—
φέρομαι
—
ντερβέναγας
—
μπέσα
—
αποτριχωτικός
—
μελλοθάνατος
—
τζαμώνω
—
στοιβακτός
—
εξοφλτιτικό
—
φεγγαροντυμένος
—
τρίπους
—
καθυποτάσσω
—
ελλιμένιση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω