|
η 1) углежжение; 2) обугливание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово углежжение? — ανθρακοποίηση как на (ново)греческом будет слово обугливание? — ανθρακοποίηση как с (ново)греческого переводится слово ανθρακοποίηση? — углежжение, обугливание — βαρήσκιωτος — πόμπιασμα — υψίπυκνος — νοικοκύρης — αποκρηά — εκσπερματίζομαι — αλάνθαστος — αφροστέφανος — περουβιανός — κολοκυθένιος — θεώμοι — διαμείβομαι — αδικοκραίνω — μαρμαροκολώνα — αντιπροσαγορεύω — ψευδολογώ — εργοτάξιο — αμπέλι — σούτος — ξύω — ακτινωτός |
|||