Новогреческий словарь
βροχή
βροχή
η
дождь
;
ραγδαία ~ — проливной дождь, ливень
;
ψιλή ~ — мелкий дождь
;
νερό τής ~ής — дождевая вода
;
σύννεφο τής ~ής — дождевая туча
;
πέσανε ~ οι ακρίδες — [phrase]саранча налетела тучей[/phrase]
;
οι σφαίρες πέφτανε (σά) ~ — [phrase]пули сыпались градом[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дождь
? —
βροχή
как с
(ново)греческого
переводится слово
βροχή
? — дождь
#
(ново)греческий словарь
—
δολιχοκεφαλία
—
εκκαμίνευση
—
παλαιοημερολογίτης
—
ενοικώ
—
ελευθεροτυπία
—
γοητεύω
—
μοναχικότητα
—
συντηρούμενος
—
πενταδάκτυλος
—
παροδικότητα
—
εορτάστρια
—
εννεάγωνον
—
γωνιά
—
χουμώ
—
αντισμήναρχος
—
ακρόρριζο
—
εβδομαδιαίος
—
μάνταλο
—
ανάργαστος
—
ταπητουργείο
—
νομιναλισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве