|
гарантийный; залоговый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гарантийный? — εγγυητικός как на (ново)греческом будет слово залоговый? — εγγυητικός как с (ново)греческого переводится слово εγγυητικός? — гарантийный, залоговый — αγριόγατα — νταντεύω — οπλοβομβίδα — κατακλείς — οξύνοια — καταθορυβώ — σύφιλη — ξεράδι — μολυντήρι — σκυλοπνίχτης — πετσοκόμματο — ανεπίμικτος — αξεστάχυαστος — διαύγεια — τελματώνω — αισθητήριο — συγκολλητικός — ουρητικός — λεφτάς — πάραυτα — δριμάρης |
|||