|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κουρνιασμένος? — — υπονομευτικά — αποξήρανση — σκάλοψ — σκασμός — ιεροεξεταστικός — αμπατζής — βενζινομηχανή — ξηράνθεμον — φιλιππικός — γαντζούδι — σβουνιά — χείλι — ζωοποίηση — παρακάμνω — εγγλεζόπουλο — αναστενάζω — ανεξάτμιστος — στάρπη — μουρλός — λιθογόμωση — τερματάκι |
|||