Новогреческий словарь
άδυτο
άδυτο
το
святилище
;
τά ~α τών αδύτων — святая святых
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
святилище
? —
άδυτο
как с
(ново)греческого
переводится слово
άδυτο
? — святилище
#
(ново)греческий словарь
—
συντεταγμένες
—
αρχαιοκαπηλικός
—
τυμπανισμός
—
διαπομπεύω
—
πουρί
—
δημαρχώ
—
καταπέφτω
—
φλαμπουριάρης
—
νεύρα
—
προσάρτηση
—
εκμαρτύριο
—
καινούργιος
—
παραγωγικώς
—
φωτογραφίζω
—
βομβακοειδής
—
πυρπολητής
—
ψυχοκτονία
—
προσανατολιστικός
—
αλλοιώτικα
—
θές
—
επίπτωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве