|
η мор. диспаша (распределение убытков от аварии) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово диспаша? — αυτασφάλεια как с (ново)греческого переводится слово αυτασφάλεια? — диспаша — χίμετλον — θειαφόθωρος — δυσπερίγραφος — γερακωτός — Χιλιανός — εκπλήσσομαι — σταθμάρχης — εξουσιαστής — αντιμαχία — οσμώμαι — στάχτιασμα — εμμηνόπαυση — φαρυγγισμός — λαμπικαρισμένος — φυτρωμένος — αμεταβίβαστος — ατελέσφορος — κεραμιδί — οικοκυρεύω — χειροτεχνώ — σήμερα |
|||