|
камерный, комнатный; === ~ή συνδρομή — мед. таламический синдром #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово камерный? — θαλαμικός как на (ново)греческом будет слово комнатный? — θαλαμικός как с (ново)греческого переводится слово θαλαμικός? — камерный, комнатный — ζωτικότητα — ανεπισχημοσύνη — μαίνουλα — σουρτορόλα — αυτοδοξάζομαι — γουναρική — αργύρωση — ούλτρα — χαρανί — ανταρκτικός — ακαδημαϊσμός — αφελος — μολονότι — ταυτόαιμος — γλινερός — βυσσινόκηπος — λευκασμένος — επιδερμικός — εξαιτίας — διατομίς — ιαματικός |
|||