|
профессиональный; ~ή σχολή — ремесленное училище; ~ή εκπαίδευση — профессиональное обучение; ~όν μυστικόν — профессиональная тайна; ~ό σωματείο или ~ σύλλογος или ~ή ένωση — профессиональный союз; ~ή γλώσσα — профессиональный язык; ~αί νόσοι — профессиональные болезни #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово профессиональный? — επαγγελματικός как с (ново)греческого переводится слово επαγγελματικός? — профессиональный — σέβασμα — απελευθερώνομαι — τροχαλία — ξεκοιλιάζω — πανηγυρίζω — αδειαστικά — ξαντήριο — μελαχρινός — στερεοτυπείο — μελισσούλα — αναστημόμετρο — τίποτε — χριστούγεννα — φαλτσαστέκκα — αντιλαλιά — στυγερότητα — τουφέκισμα — βελονιά — θηριώδης — γριππιώ — αξιοθέατος |
|||