|
легко, без труда #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легко? — ακόπως как на (ново)греческом будет слово без труда? — ακόπως как с (ново)греческого переводится слово ακόπως? — легко, без труда — παρακελευσματικός — ταμπουρώνω — υγειά — μεταφράσιμος — κυνήγημα — εικονοθραύστης — έλικας — εγκλίνω — πρόκειται — επιβαρυντικός — κορακάτος — εθνικοσοσιαλισμός — ανεμοπλάνο — αλογουρά — κόντης — αχρηματία — κλαψιάρης — κεραμίστας — κλωσσάω — γαρνίρω — σούρτα-φέρτα |
|||