Новогреческий словарь
μονοψήφιος
μονοψήφι|ος
мат.
однозначный
;
~ αριθμός — однозначное число
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
однозначный
? —
μονοψήφιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μονοψήφιος
? — однозначный
#
(ново)греческий словарь
—
ανεπηρέαστα
—
ζώνη
—
ιστοριογράφος
—
σεληνόφως
—
βαμβακουργός
—
ανθόφυτος
—
βοσκώ
—
άγνωστη
—
υπερχρεώνω
—
οφιοειδής
—
παρουσιάσιμος
—
μανιακός
—
γλαστερός
—
χαμόγειο
—
εκεχειρία
—
ανίσως
—
ποιμενίς
—
αρχηγεύω
—
ρυάκι
—
καταγεμάτος
—
κρέμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве