|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ψηλαφίζομαι? — — πρέζα — αλωνάρης — καθαρός — σηματοδότης — ημίωρος — μακιγιάρω — μεσοκαιρίτης — διαβολή — μεταπλασμένος — αποστειρωτήρας — στατέρι — απέχθεια — έμεση — μπακανιάρης — εξαπόλυση — ξεκολνώ — ανακλαστικός — κατσικήσιος — εξαγωγή — νυφούλα — αποστέλνω |
|||