|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μορφογενετικός? — — αστοίβακτος — φτερουγίζω — μαχοιροποιός — ομοιότυπος — μάρκαλος — συμπλήρωμα — λάξεμα — αηδόνα — καρμιριά — σκασίλα — δάρμα — παροιμιακός — ακριβοθυγατέρα — σφρίγος — χωριουδάκι — αντεπίτροπος — επακριβώς — επιρράπτω — ζάρα — πολυθεϊκός — αποψίλωση |
|||