|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ταξιδεμένος? — — αγγειόπλυμα — ανομοιομέρεια — νυχτοφύλακας — αναδιπλασιασμός — καουτσουκένιος — κλαπάτσα — εισαεί — αμάργαρος — ακλόνητος — Τ — αυτόπτρις — κατράνι — φαρμακομύτα — λεμφοκοκκιωμάτωση — τουρβάς — ρώσικος — πτυχώνω — χαμηλούτσικος — οπιώδης — κασιδιάρα — εκχωρητής |
|||