|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γυροσκόπος? — — λιθογνώμων — σακατεμένος — ζεύομαι — χιονόλευκος — κάπνα — σκουντάω — φραμένος — έλεγξις — ξιφολόγχη — βακχεύτρια — σφιχτοδεμένος — αξιωματικά — παρακουράζομαι — πλινθόκτισμα — αιτιατική — συμπεριληπτικός — εκζήτηση — σκυλεύω — ζωή — υδροπλανικός — κατατρώγω |
|||