|
το 1) мушмула (плод); 2) мох #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мушмула? — μούσκλο как на (ново)греческом будет слово мох? — μούσκλο как с (ново)греческого переводится слово μούσκλο? — мушмула, мох — αναδακρώνω — ηδονολάτρης — φροξινάνθι — καλτσομηχανή — πεταχτούλης — μεγέθυνση — βάζο — ανθρακεύω — πηροποδία — γλούνος — αγγειοδιασταλτικός — πορφυροβαφής — συλλαμβάνω — τάς-κεμπάπ — παραπέτασμα — κλωστοϋφαντουργία — φασίολος — πύκνωμα — ηλεκτροδοτώ — κρουσιφλεγής — περιυβρίζω |
|||