|
το физ. ом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ом? — ώμ как с (ново)греческого переводится слово ώμ? — ом — γωνιά — τρόμπα — έλα — καταρρέων — ανάγλυπτος — γιάσμα — εξαθλίωση — ραδιοφόρος — αυλακιά — τελώνιο — μανταλώνω — σβωλιάζω — κόντυμα — άτομος — μειλίγματα — μουστακοφόρος — θεοτικό — κεδρίς — αμαχητί — κυανίωση — βαρυστομαχιάζω |
|||